- γυναικοπληθής
- γυναικοπληθήςcomposed of womenmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γυναικοπληθής — γυναικοπληθής, ές (Α) αυτός που αποτελείται από πολλές γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + πληθής < πλήθος (πρβλ. οινοπληθής, παμπληθής)] … Dictionary of Greek
γυναικοπληθεῖς — γυναικοπληθής composed of women masc/fem acc pl γυναικοπληθής composed of women masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικοπληθοῦς — γυναικοπληθής composed of women masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθρακοπληθής — ( ούς), ές ο ανθρακοβριθής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + πληθής < πλήθος < πίμπλημι (πρβλ. γυναικοπληθής, αεροπληθής, αστεροπληθής κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek
όμιλος — ο (ΑΜ ὅμιλος, Α αιολ. τ. ὄμιλλος) συγκεντρωμένο πλήθος προσώπων («τοῡτ ἔπος γυναικοπληθὴς ὅμιλος», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. σύλλογος, σωματείο, αδελφότητα (α. «ναυτικός όμιλος» β. «ιππικός όμιλος») 2. (οικον.) σύνολο επιχειρήσεων διαφόρων κλάδων που… … Dictionary of Greek